ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2009
Τα αδέλφια μας «πουλιά» σε ξένη πατρίδα
ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΣΤΙΣ ΗΠΑ: Οι Κύπριοι που ζουν, αγωνίζονται
και δημιουργούν μακριά από το νησί μας
Με την Αναστασία Σιακαλλή
anastasia.siakalli@phileleftheros.com
ΠΗΓΗ: Το βιβλίο έρευνας-φωτογραφίας «Σε ξένη πατρίδα: Απόδημοι Κύπριοι στις ΗΠΑ» του Πέτρου Ι. Πετρίδη. Ο κ. Πετρίδης, που έζησε για χρόνια στην Αμερική, υπήρξε παραγωγός και παρουσιαστής της εκεί TΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ εκπομπής «Η Κύπρος μας», όπως κι ιδρυτής και σκηνοθέτης της ομώνυμης πολιτιστικής ομάδας.
Είπαν μια μέρα να βάλουνε φτερά. Πουλιά να γίνουν και να πετάξουν μακριά. Ταξίδεψαν και βρέθηκαν σε μια άλλη γη –καλύτερα φαινόταν εκεί, μέλλον είχε πολύ. Στη γη τούτη μείνανε καιρό, ρίζωσαν, οι κόποι τους έδωσαν καρπούς. Τα χρόνια όμως περνούσαν και τα αποδημητικά αυτά πουλιά δεν λέγανε να ανοίξουν και πάλι τα φτερά. Μείνανε στον τόπο αυτό, που έχτισαν και τις φωλιές τους κι είπαν: «Αφού έτσι είναι γραφτό ίσως θα ζήσουμε για πάντα εδώ». Πατρίδα είναι και αυτή, μα ό,τι και να πεις η άλλη είναι η δική τους. Που όσο και να ζούνε μακριά εκείνη θα έχουν πάντα στην καρδιά.
ΌΣΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ
ΤΟΣΟ ΠΟΙΟ ΚΟΝΤΑ
Τα πουλιά αυτά με τα κομμένα φτερά παρομοιάζονται με τους απόδημούς μας. Τα αδέλφια μας οι Κύπριοι που όσο κι αν η μοίρα τούς έστειλε μακριά, εκείνοι έχουν στραμμένο το βλέμμα τους εδώ. Αίσθημα περίεργα ανώτερο να μιλούν για πατρίδα κι από τα χείλη τους να στάζει μέλι. Στις ιστορίες τους, όταν τις φυλλομετρήσεις, θα διακρίνεις μια βαθιά αγάπη για τον τόπο. Ένα νοσταλγικό και γλυκόπικρο κομπόδεμα, που αποταμιεύεται στα χρόνια που περνούν στη ξενιτιά. Σήμερα εμείς θα γνωρίσουμε τους απόδημους της Αμερικής. Μέσα από ένα βιβλίο και άπειρες εικόνες, όπου καλούμαστε να νιώσουμε, να καταλάβουμε, να συνειδητοποιήσουμε.
Ήταν κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα, εκείνου του διφορούμενου αιώνα που ανέτελλε στον κόσμο. Στην Κύπρο επικρατούσε φτώχεια, ωστόσο σε ένα άλλο μέρος, πολύ μακριά από εδώ, υπήρχε πλούτος. Έτσι ακουγόταν στα αυτιά του λαού μας η χώρα εκείνη που την έλεγαν Αμερική: σαν τη Γη της Επαγγελίας. Κάποιοι συνεπώς πήραν την απόφαση να φύγουν –που ήταν και οι πρώτοι μετανάστες–, άντρες στην αρχή, αποχωρίζοντας οικογένειες για το «χρυσορυχείο» της τύχης τους. Προσωρινά έλεγαν, να μαζέψουν αρκετά χρήματα και θα επέστρεφαν πάλι πίσω. Πήραν καράβια λοιπόν, διέσχισαν τον Ατλαντικό και βλέποντας ορίζοντες μπροστά τους ταξίδευαν προς το μέλλον. Για περισσότερο από ένα μήνα, με ό,τι έφερνε ένα τέτοιο ταξίδι. Κι ύστερα…
Ύστερα εκείνη η θεόρατη γυναίκα κορδωνόταν στο έμπα του λιμανιού, κάνοντάς τους να ξεχάσουν όποια τους ταλαιπωρία. Είχαν φτάσει στον προορισμό τους –το άγαλμα της Ελευθερίας σηματοδοτούσε την άφιξή τους–, εκεί στη εύπορη Νέα Υόρκη. Πριν όμως συναντήσουν το αμερικάνικο όνειρο, έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσουν άδεια εισόδου. Από τις αρχές ελέγχου διαβατηρίων και το τελωνείο που βρίσκονταν στο νησί Έλις, ενάμιση μίλι απόσταση από το άγαλμα. Στοιβαγμένοι κατά χιλιάδες εκεί μέσα, περνούσαν από βασανιστικές ιατρικές και άλλες εξετάσεις: ξεγύμνωμα κι ύστερα κρύα ντους, πολύωρες ερωτήσεις, όπου μέσα στην αφόρητη ζέστη ή το αβάσταχτο ψύχος περίμεναν καρτερικά το πολυπόθητο χαρτί. Για όσο χρόνο χρειαζόταν. Κι ας ταλαιπωρούνταν. Αν ήσουν κατάλληλος σού στάμπαραν το χέρι και περνούσες στη χώρα. Αν όχι σε έστελναν πίσω με το πρώτο καράβι.
Ο Μιλτιάδης Δημητρίου από τα Λεύκαρα ήταν από τους πρώτους Κύπριους που πήγαν στην Αμερική. Το 1914, σε ηλικία 22 χρόνων, πέρασε από το νησί Έλις κι ήταν από τους τυχερούς. Εξασφάλισε άδεια εισόδου, βοηθώντας ακολούθως άλλους συμπατριώτες μας που χρειάζονταν βοήθεια. Ο Νίκος Χριστοφορίδης από την Κερύνεια ήταν 19 χρόνων όταν περνούσε τα σύνορα το 1930. Ώρες ολόκληρες βρισκόταν σε αναμονή, γυμνός μαζί με άλλους κατά ομάδες, βιώνοντας τον βασανιστικό έλεγχο.
Την ίδια εποχή αφίχθηκε και η Αναστασία Μηλιώτη, επίσης από την Κερύνεια. Μαζί με την οικογένεια και τα άλλα έξι της αδέλφια πέρασαν από το νησί. Όλοι βρέθηκαν κατάλληλοι, εκτός από τον εννιάχρονο αδελφό της. Είχε διανοητικό πρόβλημα. «Ή όλοι ή κανένας» είπε ο πατέρας, αλλά η απάντηση από τις Αρχές ήταν «κανείς» και έπρεπε να φύγουν. Μεσολάβησε η Παγκυπριακή Ομοσπονδία, αλλά δυστυχώς ο εννιάχρονος αδελφός δεν μπορούσε να μείνει. Έφυγε με τον μεγαλύτερο αδελφό με καράβι για Κύπρο.
Η Ελπινίκη Φιλίππου από τον Κάμπο της Τσακίστρας θα περνούσε από τον έλεγχο διαβατηρίων το 1948 σε ηλικία 18 χρόνων. «Όσα δάκρυα έκανα αν ήταν ποτάμι θα έρχονταν να σε βρουν», έγραψε στη μητέρα της μετά από εφτά ημέρες μαρτυρικής παραμονής στο νησί. Ιστορίες σαν κι αυτές Κυπρίων μεταναστών χιλιάδες στη μαύρη παλέτα του Έλις, έβαψαν με πίκρα και με πόνο την είσοδό τους στην Αμερική. Μέχρι το 1954 όπου «το νησί των στεναγμών» έκλεισε.
Πιατάδες, λούστροι και τελικά business
Το κεφάλαιο ωστόσο «Αμερική» δεν ήταν και τόσο εύκολο όσο φαινόταν για τα πρώτα μας αποδημητικά πουλιά –έπρεπε να σκάψεις το «χρυσορυχείο» καλά και με υπομονή για να βρεις τον πλούτο. Ξένο περιβάλλον, ένα χάος μπροστά στο μικρό της πατρίδας, δεν ήξεραν τη γλώσσα. Προσέγγισαν οπότε τους Έλληνες μετανάστες στο Μανχάταν, που ήδη βρίσκονταν εκεί. Οργανωμένοι εκείνοι σε κοινότητες, με δικές τους επιχειρήσεις και ελληνορθόδοξες εκκλησίες, πρόσφεραν χείρα βοηθείας στους Κυπρίους. Κι εκείνοι γίνονταν πιατάδες, λούστροι στα μεγάλα στιλβωτήρια των Ελλήνων, –ό,τι να ‘ναι– φτάνει να ζήσουν. Η φτώχεια όμως συνάντησε μια άλλη φτώχεια, ειδικότερα το ‘30 με τη μεγάλη οικονομική κρίση. Δουλειές έκλεισαν στο «κραχ». Ο κύριος Δημήτρης πείνασε.
Εκείνη την εποχή ο Μιχάλης εισερχόταν στην Αμερική. Τα χρέη της οικογένειας είχαν φτάσει στα ύψη, οι τοκογλύφοι τούς ρουφούσαν το αίμα, οπότε αποφάσισε στα 20 του χρόνια να κυνηγήσει το μεγάλο όνειρο. Σε κάθε γράμμα του στην Κύπρο έστελνε χρήματα: για το χρέος, για τον Χαμπή να ανοίξει μαγαζί, για τα αδέλφια να χτίσουν σπίτι. Τα κατάφερε άραγε; Τα κατάφερε και τους αποκατάστησε όλους. Κι ας πέθανε μόνος στη ξενιτιά. Όπως και εκείνος που πήγε με καράβι από την Αίγυπτο στην Αμερική το 1925 θα τα κατάφερνε. Θα πάντρευε τις αδελφές του παρ’ όλη την κρίση. Σπουδαίος θα γινόταν τη δεκαετία του ’20 ο Μιχάλης Παπαδόπουλος από το Γούρι, με γνώσεις κατασκευής αρωμάτων από τη Γαλλία. Αρώματα και κολόνιες δικές του –η «Tobruk Pasquier»– θα μοσχοβολούσαν σε όλη την Αμερική!
Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1940 θα έφερνε τον Μιχάλη Μιχαήλ από το Γούρι στις τάξεις του αμερικανικού στρατού. Ήταν τότε όπου έμπαινε στη χώρα λαθραία μέσω Αγγλίας (παρέμεινε εκεί τρία χρόνια), δουλεύοντας ως βοηθός μάγειρας σε καράβι. Έγινε νοσηλευτής στη Νορμανδία παίρνοντας –όταν πια έληξε ο πόλεμος– την αμερικανική υπηκοότητα. Έτσι μπόρεσε να πάρει και τον αδελφό του Αναστάση στην Αμερική. Με την εισβολή των Τούρκων στο νησί η αδελφή του Μαρούλα και ο σύζυγός της Ιωσήφ θα διέσχιζαν επίσης τον Ατλαντικό.
Στο πέρασμα του χρόνου οι Κύπριοι μετανάστες στην Αμερική αυξάνονταν, που σκορπίστηκαν σε όλη τη χώρα. Κάποια Μαρία θα πήγε, ένας Κώστας, μια επταμελής οικογένεια, από την Πλατανιστάσα, το Κάρμι, το Ριζοκάρπασο. Έτσι μια παροικία δημιουργήθηκε εκεί –που ό,τι και να πεις στην πατρίδα δεν βρίσκονται–, που έπρεπε να μείνει συγκροτημένη και ενωμένη. Ήδη από το 1917 υπήρχε η Κυπριακή Αδελφότητα, το πρώτο κυπριακό σωματείο στη ξενιτιά, ανοίγοντας τον δρόμο και σε άλλες οργανώσεις. Την Κυπριακή Ομοσπονδία Αμερικής που ιδρύθηκε το 1951, αριθμώντας σήμερα σε 26 σωματεία.
Τα καράβια όμως έγιναν αεροπλάνα σε κάποια στιγμή, το νησί αιμορραγούσε το ‘74, τα παιδιά μεγάλωναν. Οι μετανάστες πλήθαιναν αποκτώντας ρίζες, τα φτερά αποδυνάμωναν –εύκολο δεν ήταν να βρουν μαζεμένα χρήματα για την επιστροφή. Το προσωρινό μετατοπιζόταν όλο και πιο πέρα στο χρόνο, με το μόνιμο να φαντάζει ανεπιθύμητη ευχή μεν, ωστόσο πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Υπήρξαν μετανάστες που ήθελαν να φύγουν. Αλλά πώς; Η οικογένεια; Τα πράγματα εδώ; Η ζωή τους είχε ήδη διαμορφωθεί στην Αμερική –δύσκολο να ανοίξουν το κεφάλαιο «Κύπρος» από την αρχή. Από πιατάδες και λούστροι σε ξένες δουλειές, κατάφεραν να αποκτήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις. Να διεισδύσουν βαθύτερα στην αμερικάνικη κοινωνία, με εστιατόρια, κουρεία, εταιρίες καθαρισμού. Τα παιδιά μορφώθηκαν –εκεί βρίσκονται τα καλύτερα πανεπιστήμια– που έγιναν δικηγόροι, γιατροί, πετυχημένοι στον χώρο τους.
Οι γενιές αλλάζουν, η αγάπη για τις ρίζες ποτέ!
Δεν θέλει και πολύ ο χρόνος να τρέξει σε δεκαετίες και να έρθει στο 2009. Στο σήμερα με τη μια γενιά μεταναστών να διαδέχεται την άλλη και τους πρώτους να έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή στην Αμερική. Κάποιοι χωρίς να έχουν δει την Κύπρο ποτέ ξανά, «έφευγαν» με το μεγάλο μαράζι. Η παροικία όμως βαστά γερά όλα αυτά τα χρόνια, δεμένη και ενωμένη σαν μια μεγάλη οικογένεια. Με τις εκπομπές της στην τηλεόραση, ελληνόφωνες εφημερίδες, έκαναν και τη δική τους θεατρική ομάδα. Συναντιούνται για ποδόσφαιρο, φτιάχνουν λουκουμάδες και σιάμιση, περνούν εποικοδομητικό χρόνο μαζί. Όποτε μπορούν.
Μέσα σε μια χώρα ξένη, τόσο ξένη που ίσως εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη διάσταση, η Κύπρος δεν αλλάζει κατεύθυνση στις καρδιές τους. Στις επιχειρήσεις τους έδωσαν το όνομα της πατρίδας, φορούν μπλουζάκια με το σχήμα του νησιού. Προσκολλημένοι στα ήθη και στα έθιμα οι Κύπριοι της ξενιτιάς χορεύουν και τραγουδούν την παράδοσή μας στις εκδηλώσεις τους. Σε κάθε εθνική επέτειο θα τους δεις στους δρόμους να παρελαύνουν με ένα διαχρονικό στοιχείο στα άρματά τους: την Κύπρο σκλαβωμένη. Διαδηλώνουν και ζητούν απάντηση: «Τι έγιναν οι αγνοούμενοί μας;».
Τι περίεργο και αυτό. Άνθρωποι που δεν γεννήθηκαν καν εδώ, εννιάχρονα παιδιά που ουσιαστικά θεωρούνται Αμερικάνοι να νιώθουν Κύπριοι. Και το νησί μακριά τους. Μάλλον είναι η ανάγκη της πατρίδας, οι αξίες που πέρασαν οι γονείς και οι παππούδες για τον τόπο. Αυτό τον τόπο που εμείς εδώ τον βιώνουμε καθημερινά. Σκέφτομαι πότε μιλήσαμε για πατρίδες. Πότε ήταν η τελευταία φορά που διαδηλώσαμε μαζικά στους δρόμους και δεν θυμάμαι. Η φωλιά των μεταναστών στη ξενιτιά, που έγινε «χρυσό κλουβί» και δύσκολα μπορούν να αποδράσουν από μέσα, ίσως να παίζει κάποιο ρόλο. Προφανώς όσο πιο μακριά, τόσο πιο κοντά νιώθεις ότι είσαι. Και είσαι. Μήπως τελικά η Κύπρος είναι εκεί κι όχι εδώ;
|